σταφίδιασμα

σταφίδιασμα
τό
1) превращение в изюм; 2) сморщивание; высыхание (перен. )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σταφίδιασμα" в других словарях:

  • σταφίδιασμα — το, Ν [σταφιδιάζω] 1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα 2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • σταφίδιασμα — το 1. μετατροπή των σταφυλιών σε σταφίδα. 2. συρρίκνωση, ζάρωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»