- σταφίδιασμα
- τό1) превращение в изюм; 2) сморщивание; высыхание (перен. )
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σταφίδιασμα — το, Ν [σταφιδιάζω] 1. η ωρίμαση τών σταφυλιών και η μεταβολή τους σε σταφίδα 2. μτφ. (για πράγμ. και πρόσ.) ζάρωμα, στέγνωμα, ρυτίδιασμα … Dictionary of Greek
σταφίδιασμα — το 1. μετατροπή των σταφυλιών σε σταφίδα. 2. συρρίκνωση, ζάρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα … Dictionary of Greek